κοκκυμήλων

κοκκυμήλων
κοκκύμηλον
plum
neut gen pl
κοκκύμηλος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοκκυμηλών — κοκκυμηλών, ῶνος, ὁ (Α) κήπος με δαμασκηνιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκύμηλον + κατάλ. ών / ῶνος (πρβλ. δαφν ών, ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

  • PRUNA Damascena — in offas et παλάθας condita, e Syria veniebant olim, in alias regiones: unde meminit παλάθης Συριακῆς Athenaeus, l. 11. Est autem παλάθη, globus prunorum seu massa, corum ἐπάλληλος θέσις. Quemadmodum Theophrastus, de prunis Aegyptiis siccatis et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοκκύμηλον — κοκκύμηλον, τὸ (Α) το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών). [ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το υ υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό τού συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε …   Dictionary of Greek

  • μίνθη — I Νύμφη του Άδη που είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον Πλούτωνα. Η Περσεφόνη ζήλεψε και παραπονέθηκε στη μητέρα της, η οποία μόλις το άκουσε συνέτριψε τη Μ. με τα πόδια της. Ο Πλούτων τότε τη μεταμόρφωσε στο άκαρπο αλλά αρωματικό φυτό που φέρει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”